ενεχυρικός

ενεχυρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενέχυρο
2. φρ. «ενεχυρικό δίκαιο» — το σύνολο τών νομικών ορισμών που ρυθμίζουν τα σχετικά με την εμπράγματη ασφάλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”